- εὐόλκιμος
- εὐόλκιμος, ον, ([etym.] ὁλκή)A easily drawn, ductile, sticky, Hp.Art.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευόλκιμος — εὐόλκιμος, ον (Α) αυτός που έλκεται, που σύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όλκιμος (< ολκή < έλκω) «αυτός που μπορεί κάποιος να τόν σύρει»] … Dictionary of Greek
εὐόλκιμον — εὐόλκιμος easily drawn masc/fem acc sg εὐόλκιμος easily drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)